κύφωμα

κύφωμα
το (AM κύφωμα) [κυφούμαι]
το κύρτωμα τής σπονδυλικής στήλης, το καμπούριασμα, η καμπούρα («ὅταν οὖν ἐν τοῑς κατά τὸν θώρακα σφονδύλοις τὸ κύφωμα γένηται, μάλιστα τούτοις ἀναυξητέα ἀποτελεῑται κατὰ τὸ μῆκος», Γαλ.)
μσν.
καμπύλωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κύφωμα — hump on the back neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυφώμασιν — κύφωμα hump on the back neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυφώματα — κύφωμα hump on the back neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυφώματι — κύφωμα hump on the back neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυφώματος — κύφωμα hump on the back neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυφομάνδρα — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών τής οικογένειας σολανίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cyphomandra < κύφωμα < κυφός + νεολατ. andra, θηλ. τού νεολατ. andrus < ανδρος < ἀνήρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”